- ἀμφίθυρος
- ἀμφίθυροςwith a door on both sidesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίθυρος — ἀμφίθυρος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει θύρα ή είσοδο και στις δύο πλευρές 2. (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) τὸ ἀμφίθυρον α) προθάλαμος, πρόδομος β) (Εκκλ.) το παραπέτασμα που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα τού ναού και ειδικά μπροστά από το Άγιο Βήμα… … Dictionary of Greek
ἀμφιθύρω — ἀμφίθυρος with a door on both sides masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀμφίθυρος with a door on both sides masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίθυρον — ἀμφίθυρος with a door on both sides masc/fem acc sg ἀμφίθυρος with a door on both sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιθύρου — ἀμφίθυρος with a door on both sides masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίθυρα — ἀμφίθυρος with a door on both sides neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίθυροι — ἀμφίθυρος with a door on both sides masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek